εμφύτευμα

εμφύτευμα
το юр. поместье, сдаваемое в длительную аренду (на условиях ежегодно выплачиваемой арендной платы)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εμφύτευμα" в других словарях:

  • εμφύτευμα — Οποιοδήποτε αντικείμενο ή υλικό (φυσικό ή τεχνητό) εισάγεται στο σώμα χειρουργικά. * * * το (AM ἐμφύτευμα) νεοελλ. ξένο κτήμα που αναλαμβάνει να καλλιεργήσει κάποιος μακροχρόνια με ετήσιο μίσθωμα αρχ. μσν. 1. η ανάληψη μισθώσεως κτήματος για… …   Dictionary of Greek

  • ἐμφυτεύματος — ἐμφύτευμα hereditary leasehold held on cultivating tenure neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»